- παρεκπίπτω
- Α [εκπίπτω]1. πέφτω έξω, γίνομαι επικλινής, παρεκκλίνω2. (για λέξη) εκπίπτω κατά τύχη, μένω έξω3. ορμώ σε κάτι («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν παρεκπεσεῑν», Φίλ. Βελοπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
παρέκπτωσις — ώσεως, ἡ, Α [παρεκπίπτω] πτώση προς τα έξω, ολίσθημα … Dictionary of Greek